- συνεπιχειρονομεω
- συνεπιχειρονομέωσυν-επιχειρονομέωодновременно заставлять утвердить
(τοῖς ἑαυτῶν παρανομήμασι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τοῖς ἑαυτῶν παρανομήμασι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεπιχειρονομοῦντες — συνεπιχειρονομέω second by fresh violence pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)